κληρωτός — appointed by lot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… … Dictionary of Greek
κληρωτόν — κληρωτός appointed by lot masc acc sg κληρωτός appointed by lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτοῖς — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτοί — κληρωτός appointed by lot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτούς — κληρωτός appointed by lot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτῆς — κληρωτός appointed by lot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτή — κληρωτός appointed by lot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτῷ — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρωτά — κληρωτά̱ , κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom/voc/acc dual κληρωτής one who presided over elections by lot masc voc sg κληρωτής one who presided over elections by lot masc nom sg (epic) κληρωτός appointed by lot neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)